ποικιλοχρωμία

ποικιλοχρωμία
η, Ν [ποικιλόχρωμος]
η ιδιότητα τού ποικιλόχρωμου, η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών χρωμάτων, πολυχρωμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ετεροχροιότης — ἑτεροχροιότης, ἡ (Α) [ετερόχροιος] ετερόχροια, αλλοχρωμία, ποικιλοχρωμία …   Dictionary of Greek

  • ετερόχροια — η (Α ἑτερόχροια) [ετερόχρους] η διαφορά κατά το χρώμα, η ποικιλία χρωμάτων, η ποικιλοχρωμία …   Dictionary of Greek

  • κατάστιξη — η (Α κατάστιξις) [καταστίζω] νεοελλ. η ενέργεια τού καταστίζω, διάστιξη τού δέρματος, δερματοστιξία, τατουάζ αρχ. (για τα μάτια τού Άργου) ποικιλοχρωμία, παρουσία πολλών στιγμάτων …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόχροια — η, Ν η ποικιλοχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χροιά] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόχρωση — η, Ν 1. ποικιλία χρωμάτων, ποικιλοχρωμία 2. (φυτοπαθ.) μεταχρωματισμός φύλλων, ανθέων ή καρπών που συνίσταται σε αποχρώσεις πράσινου, κίτρινου και λευκού χρώματος στα φύλλα και ζωηρότερων χρωματισμών στα άνθη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”